Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φαλιδώνω — Ν [φαλίδο] ναυτ. δένω με φαλίδο, ραφιδώνω … Dictionary of Greek
φαλίδωμα — το, Ν [φαλιδώνω] ναυτ. φαλίδο, ραφίδωμα … Dictionary of Greek